- τριφτός
- -ή, -ό, Νβλ. τριπτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριφτός — ή, ό τριμμένος, που σχηματίστηκε με τριβή ή με ξύσιμο: Τριφτό κυδώνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπτός — ή, ο / τριπτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τριφτός Ν αυτός που τρίβεται, που μπορεί κανείς να τόν τρίψει, ή που σχηματίστηκε με τριβή αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριπτή είδος ψωμιού από κρίθινο αλεύρι … Dictionary of Greek